φανταρίστικος

φανταρίστικος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φαντάρους, ο στρατιωτικός: Φανταρίστικη ζωή.
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φανταρίστικα η στολή του φαντάρου, η στρατιωτική στολή: Από χτες φόρεσε τα φανταρίστικα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φανταρίστικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στους φαντάρους 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φανταρίστικα η στολή τών φαντάρων 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φανταρίστικα όπως οι φαντάροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντάρος + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”